- οἰνοψυκτήρ
- οἰνοψυκτήρ, ῆρος, ὁ,A wine-cooler, PEleph.5.3 (iii B. C., οἰνιψ-Pap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οινοψυκτήρ — οἰνοψυκτήρ και οἰνιψυκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) αγγείο για ψύξη οίνου, ψυγείο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ψυκτήρ] … Dictionary of Greek
οινιψυκτήρ — οἰνιψυκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. οἰνοψυκτήρ … Dictionary of Greek